ΣΤΑ ΜΑΓΕΥΤΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩ
"Α Σ Φ Ε Ν Δ Ι Ο Υ"

Αφήνουμε την πολιτεία της Χώρας και διασχίζουμε με το αυτοκίνητο τον πλατύ δημόσιo δρόμο προς το γραφικό χωριό Ασφενδιού. Διαδρομή μαγευτική ανάμεσα από αμπέλια και θερισμένους κάμπους όπου οι προκομμένοι ξοχάρηδες με τις χερoδύναμες κορασιές τους σωρώνουν τα στάχυα κι' ετοιμάζουν τις θημωνιές, που λάμπουνε σα χρυσαφιές κάτω απ' τον ήλιο. Μικρά χωρικά σπιτάκια ασπρίζουν ανάμεσα στις πρασινάδες και στις χόρτινες καλύβες μες στο μεγάλο κάμπο, πλαισιωμένο αριστερά απ' τη μακριά οροσειρά του Δίκιου κι από την άλλη με όριο απόμακρο τον ολογάλανο γιαλό. Στεκόμαστε για λίγο στο μικρό συνοικισμό του Ζηπάρι. Ύστερ’ από μικρή απόσταση προβάλλει στις ψηλές κατηφοριές του Δίκιου το μεγάλο χωριo Aσφενδιού με τα ολάσπρα σπίτια του σε απλωτή ακτιvα, ίδια κοπάδι πρόβατα στο δασωμένο φόντο του βουνού.
Το αυτοκίνητο, αφήνοντας τώρα το μεγάλο δημόσιο δρόμο, ανηφορίζει αριστερά προς το Ασφενδιού μες από τις ελικοειδείς κορδέλες του δρόμου. Όσο ανεβαίνουμε ορθώνεται μπρος μας ένα δάσος απέραντο από ασημόκλαδες ελιές και λιγερόκορμα κυπαρίσσια. Σε λίγο προβάλλει φαντασμαγορικό το ξακουστό χωριό στην άσπιλη του ασπράδα, χωρισμένο σε δύο περιοχές από τη βαθιά και άγρια λαγκάδα του Καπηλιανού, γεμάτη κυπαρίσσια, δάφνες και φλισκούνια, μα και γεμάτη πουλιοκελαδίσματα και αηδονολαλιές τα καλοκαίρια, όπως και από αγριοβουητά τους χειμώνες. Μια άγρια και ήμερη μαζί ομορφιά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του Ασφενδιού, που κατοικούν ως δυόμισι χιλιάδες ψυχές κι έχει ωραία μονόριχτα σπιτάκια με ολοκάθαρες αυλές. Φουντωτές συκαμινιές απλώνουν τον πυκνό τους ίσκιο, χρησιμεύοντας για την τροφή των κουκουλιών. Οι γυναίκες του νησιού είναι ονομαστές αλεφαντούδες. Ξέρουν να κατεργάζονται τα κουκούλια, να τα μεταβάλλουν σε μετάξινη κλωστή, κι ύστερα να υφαίνουν τα ωραία τους μεταξωτά στον ιδιόρρυθμο αργαλειό τους. Το επικρατέστερο όμως είδος της κώτικης υφαντικής, κυρίως στα χωριά, είναι τα μάλλινα πλουμιστά και πολύχρωμα χράμια που οι Ασφενδιώτισσες, οι Πυλιώτισσες, οι Καρδαμαινιές, οι Αντιμαχίτισσες και οι Κεφαλιανές συναγωνίζονται ποιες θα κατασκευάσουν τα πιο πολύπλοκα, τα πιο φανταχτερά σε χρώμα και σε σχέδιο πλουμιά πάνω στα χράμια και στα κιλίμια τους. Καθισμένες μπρος στο τελλάρο που το λένε και αργαστήρι, δημιουργούν αληθινά καλλιτεχνήματα λέγοντας και τα σχετικά με την περίσταση τραγούδια:

Μαλαματένιο μου αργαλειό και φιλντισένιο χτένι,
Μαλαματένια η κοπελιά που κάθεται και ‘φαίνει.
Τι να της πω της μάνας μου που μ’ έμαθε και ‘φαίνω,
Κι ' όντας χτυπώ το πέταλο το νου τ’ ανθρώπου παίρνω.

Μέσα στα νοικοκυρεμένα σπιτάκια του Ασφενδιού γνώρισα την πιο καλόκαρδη φιλοξενία και καμάρωσα το καλλιτεχνικό τοπικό γούστο που το διακρίνει στον εσωτερικό τους διάκοσμο. Από τα πιο αντιπροσωπευτικά σπίτια του χωριού είναι της Μαρίας Κατσαρού. Μα και εξαιρετικά συμπαθητικό, αν και πολύ απλούστερο, το σπίτι του Ηλία Μαδονή Διακαναστάση, όπου πρόθυμα φιλοξενήθηκα με τη φιλική σύσταση του γιατρού και καλού δήμαρχου του χωριού Μιχάλη Δικομανώλη. Ανέβηκα από το Ασφενδιού στο πιο ψηλό ακόμη χωριουδάκι, τη Ζυιά (430 μ.), αληθινό παράδεισο πνιγμένον στις αιωνόβιες καρυδιές και σε δάση από πορτοκαλιές και λεύκες τόσο πυκνά που αχτίνα ήλιου δεν περνάει κάτω από τις ολοπράσινές τους φυλλωσιές. Τα ποτάμια του δροσόχαρου αυτού μικρού χωριού, που κυλούν από την κρυσταλλοπηγή της Κεφαλόβρυσης και δίνουν κίνηση σε νερόμυλους, κελαρύζουν ανάμεσα στα δέντρα, ενώνοντας το μούρμουρό τους με το βέλασμα και τα τροκάνια των προβάτων, με των αηδονιών τις μεθυσμένες τρίλιες και με των αργαλειών το ρυθμικό σκοπό. Προσκύνημα των χωρικών είναι το «Κουβούκλιον», η θαυμάσια και ιστορική εκκλησία, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Παναγίας.
Σ’ ένα ρομαντικό σπιτάκι της Ζυιάς γνώρισα και την πρωτομαστόρισσα ανυφάντρα του χωριού, την Ειρήνη Μακρογιάννη, που με περίσσια τέχνη υφαίνει κάθε λογής κιλίμια, τα κατσαριδωτά, τα γαϊτανένια, τα φακωτά καθώς και τις σερβέτες, τις μπάντες και το φακωτό μεταξωτό.
Κατεβαίνοντας το δειλινό απ’ τη Ζυιά προς το Ασφενδιού είδα τον φλογισμένο δίσκο του ήλιου να κρέμεται ολοκόκκινος ανάμεσα στα δυο βουνά της αντικρινής Καλύμνου και να γεμίζει με χρυσή και ολοπόρφυρη βροχή από πυρόφλογες ακτίνες όλο το μεγάλο κάμπο και όλες τις γύρο θάλασσες και τις στεριές. Στις ακτές το επίνειο Τιγκάκι και στις Αλυκές σαν να σχεδίαζε η θάλασσα μια μακρότατη κορδέλα από αναλυτό χρυσάφι. Στον ψηλό εξώστη ενός μικρού καφενέ, που πρόβαλλε σαν θεωρείο θεάτρου πάνω απ’ αυτή την εξαίσια σκηνογραφία, πέντε βουνίσια παλικάρια με ξαναμμένα μάγουλα τραγούδαγαν, μερακωμένα:

Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο, να πολεμούν τα μάτια,
Δίχως μαχαίρια και σπαθιά να γίνονται κομμάτια.

Οι τελευταίες αχτίνες της ημέρας έβαφαν τώρα τις ψηλότερες κορφές του μεγάλου βουνού, κι ο κάμπος έμπαινε σιγά-σιγά κάτω από του σούρουπου τους γαλαζόσταχτους ίσκιους.

Αύγουστος του 1946
Αθηνά Ταρσούλη

 


Σπίτι στην πέρα γειτονιά


Το κρεβάτι

 


Κάτοψη σπιτιού


Ταβλάδος

 
   
 


Μάλλινο χράμι


Το Κουβούκλιον