
Αυλή στο Πυλί
|
ΣΤΑ
ΜΑΓΕΥΤΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩ
"Π Υ Λ Ι"
Η ζεστή ανάσα των θερισμένων σταχυών
κάτω από τις πρωινές σαϊτιές του ήλιου, οι άχραντες πνοές που ‘ρχονται
από του ψηλού βουνού τα ουρανοφάραγγα κι από την πλατιά καρδιά της θάλασσας
γίνονται χάδι της ψυχής, ευδαιμονία των αισθήσεων σε όλη μου τη διαδρομή.
Αφήνουμε πίσω το γιαλό στη θέση Λινοπότης με τη μεγάλη πηγή και ανηφορίζουμε
προς τα μεσόγεια του νησιού για το κατάφυτο Πυλί (80 μ. υψόμετρο). Σε
απόσταση 16 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα βρίσκεται το δροσόχαρο χωριό
με τις 1800 ψυχές, πνιγμένο σε δάσος ελαιόδεντρα και φρουτοφόρα δέντρα.
Ανάμεσα στις πρασινάδες προβάλλουν οι εκκλησιές και τα κατάλευκα σπιτάκια
με τους χαμηλούς φούρνους και τις πεζούλες όπου κάθονται οι γριές και
νέθουν τη ρόκα τους. Οι κάτοικοί του, βοσκοί και γεωργοί, με το γαλήνιο
χαμόγελο στα χείλη, καλωσορίζουνε τον ξένο και τον περιστοιχίζουν στο
μικρό καφενεδάκι του σταθμού για να τους πη τα «νέα απ’ την Ελλάδα». Στο
περιποιημένο και ολοκάθαρο σπιτικό του ευγενικού δάσκαλου Νικόλα Ζάρακα
βρίσκω θερμή φιλοξενία.
Σε συνοικία κοντινή, που έχει πηγή ολόδροση κάτω από πυκνόφυλλες καρυδιές,
τη λεγόμενη Χαρμύλι, βρίσκεται μια υπόγεια κρύπτη θολωτή. Στις δυο της
πλευρές έχει από έξι νεκροθήκες μέσα στους πλάγιους τοίχους. Καθώς μου
εξηγεί ο φωτισμένος νεαρός αρχαιολόγος Μιλτιάδης Νικολαϊδης, γέννημα θρέμμα
του Πυλιού, εκεί ήταν ο οικογενειακός τάφος της δυναστείας του Χαρμύλου,
αρχαίου άρχοντα της περιφέρειας κατά τον Δ΄ ή Ε΄ αιώνα π.Χ. Εκεί είχανε
στημένο μεγαλόπρεπο Ηρώον. Κομμάτια από σκαλιστά τριγύρω μάρμαρα, καθώς
και μια εντοιχισμένη πλάκα στο εκκλησιδάκι του Σταυρού μαρτυρούν την ύπαρξή
του.
Ήρθε κι η ώρα ν’ ανέβω στο Παλιό Πυλί, Πρόθυμα με συντροφεύουν ο Ζάρακας
και ο Κωστής Παπαποστόλου, αυτοί πεζοί, εγώ απάνω στο μουλάρι. Μιάμισης
ώρας ανάβαση αφάνταστα σκληρή, και γι’ αυτό ακόμη το ζώο που του λείπει
το ένα πέταλο από το πόδι. ΄Υστερ’ από μαρτυρική πορεία, φτάνουμε πίσω
από μια βαθιά καμπή και σε μεγάλο ύψος, κάτω απ’ τον ορθόκοφτο τρύπιο
βράχο με τα πελώρια τείχη. Αν και τον βλέπω σαν απειλή να κρέμεται από
πάνω μας, ο πόθος μου είναι να φτάσω ως εκείνη την αϊτοφωλιά, για να χαρώ
από ψηλά του την απεραντοσύνη με το πανόραμα των νησιών του Αιγαίου, στο
βάθος, και της Ανατολής τα κοντινά βουνά.
Κάνουμε σταθμό, σε τούτη τη βαθειά καμπή, σ’ ένα ερημικό παλιό μοναστηράκι
και δροσιζόμαστε στη γάργαρη πηγή του ανάμεσα σε πυκνοθρόιστα δέντρα,
αληθινή όαση σε τούτο το τραχύ βουνό. Μια αιωνόβια συκιά, που έχει τις
ρίζες της στο βράχο, μας γλυκαίνει με τους μελιστάλακτους καρπούς της.
Εκεί πλάι στέκει μια παμπάλαιη μισοερειπωμένη εκκλησία της Υπαπαντής,
κτίσμα του ΙΑ΄ αιώνα, γεμάτη θαυμαστές τοιχογραφίες φτιαγμένες από παλιούς
υπομονετικούς τεχνίτες, μισοσβησμένες από την υγρασία και του χρόνου τη
φθορά.
Ο ήλιος τώρα άρχισε να φεύγει προς τη δύση του. Η κατάβασή μας σχεδόν
το ίδιο δύσκολη σαν την ανάβαση. Ως τόσο βρίσκω καιρό, παρόλο που η ώρα
είναι περασμένη, να σχεδιάσω, από τον ψηλότερο κάμπο, το μοναδικό σε λιτή
ομορφιά τοπίο, με το Παλιό Πυλί στο βάθος. Με το αργό σβήσιμο της ημέρας
το κάστρο τυλίγεται α’ ανάερα σταχτερά πέπλα μέσα στην απόκοσμή του ερημιά.
Αύγουστος του 1946
Αθηνά Ταρσούλη |

Αγροτικά σπιτάκια
|
|